- θανατηφόρου
- θανατήφοροςdeath-bringingmasc/fem/neut gen sgθανατηφόροςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — ο 1. αυτός που καταθέτει ό,τι είδε ή γνωρίζει μπροστά στο δικαστήριο: Δεν ήρθε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης. 2. ο παρών σε κάποιο γεγονός: Έγινε μάρτυρας ενός θανατηφόρου τροχαίου. 3. αυτός που διώχτηκε, βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)